φωσσώνιο

φωσσώνιο
το / φωσσώνιον, ΝΑ
βλ. φωσώνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωσώνιο — Bλ. λ. γολέτα. * * * και φωσσώνιο, το / φωσσώνιον ἡ φωσώνιον, ΝΑ [φώσσων / φώσων] νεοελλ. ναυτ. το πάνω από το δολώνιο τετράγωνο ιστίο τού ακάτιου ιστού, κν. πλωριός παπαφίγκος αρχ. λινό προσόψιο ή πετσέτα μπάνιου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”